Ἰταλικός — Italian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταλικός — ή, ό (ΑΜ ἰταλικός, ή, όν, θηλ. και ἰταλίς) [Ιταλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιταλία και στους Ιταλούς 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Ιταλία νεοελλ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ιταλική (ενν. γλώσσα), τα… … Dictionary of Greek
ιταλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιταλία και τους Ιταλούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σίλιος Ιταλικός, Τιβέριος Κάσιος — (Silius Italicus). Λατίνος ποιητής. Είναι πιθανό να γεννήθηκε το 25 ή 26 μ.Χ., και έγινε ύπατος το 68, στο τελευταίο έτος της βασιλείας του Νέρωνα. Το επικό του ποίημα Καρχηδονιακά αναφέρεται στο δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο και ποιοτικά είναι… … Dictionary of Greek
Ἰταλικά — Ἰταλικός Italian neut nom/voc/acc pl Ἰταλικά̱ , Ἰταλικός Italian fem nom/voc/acc dual Ἰταλικά̱ , Ἰταλικός Italian fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλικώτερον — Ἰταλικός Italian adverbial comp Ἰταλικός Italian masc acc comp sg Ἰταλικός Italian neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλικῶν — Ἰταλικός Italian fem gen pl Ἰταλικός Italian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλικόν — Ἰταλικός Italian masc acc sg Ἰταλικός Italian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασαμέτζο — ιταλικός χορός τού 16ου αιώνα, διμερούς ρυθμού, τον οποίο υιοθέτησε ολόκληρη η Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passamezzo] … Dictionary of Greek
ταραντέλα — Ιταλικός λαϊκός χορός. Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Τάραντα. Το μουσικό του μέτρο είναι 6/8, 3/8 με τη χαρακτηριστική αδιάκοπη χρήση τρίηχων. Ο ρυθμός είναι γοργός. Συνοδεύεται από κιθάρες, ντέφι, καστανιέτες και κάποτε και από τραγούδι. Στον… … Dictionary of Greek
Ἰταλικαῖς — Ἰταλικός Italian fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)